- ἔδες
- ἔδε̄ς , ἔδωeatpres ind act 2nd sg (epic doric)ἔδωeatimperf ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
(ε)λεμές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. η σταφίδα πρώτης ποιότητας. 2. μτφ., άνθρωπος κατώτερου ποιου, αγύρτης, αλήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
(μ)πελτές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. συμπυκνωμένος τοματοπολτός. 2. είδος μαρμελάδας από κυδώνια ή μήλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμανές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), μακρόσυρτο παθητικό τραγούδι της Ανατολής, συνήθως ερωτικό, στο οποίο συχνά επαναλαμβάνεται η λέξη αμάν: Κατόπιν άρχισαν να τραγουδούν παθητικότατους αμανέδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμιγκρές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.) 1. Γάλλος ευπατρίδης που κατέφυγε στο εξωτερικό όταν έγινε η Γαλλική Επανάσταση (1789). 2. ο αυτοεξόριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολοκυθοκεφτές — ο πληθ. έδες, κεφτές από κολοκύθι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λακές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.) 1. ο υπηρέτης. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με δουλοπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεκές — ο (λ. τουρκ.), πληθ. έδες 1. κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία: Το τραπεζομάντιλο ήταν γεμάτο λεκέδες από σάλτσα. 2. μτφ., άνθρωπος ανήθικος που αποτελεί ντροπή για τους άλλους: Αυτός είναι λεκές για την οικογένειά μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουφές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. ο μισθός που έπαιρναν στην τουρκοκρατία οι αρματολοί. 2. φιλοδώρημα: Βγάζει πολλά λεφτά από τους λουφέδες. 3. μτφ., δωροδοκία: Για να εξυπηρετήσει ζητάει λουφέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεζές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. κάθε είδος φαγητού σε μικρή ποσότητα που συνοδεύει οινοπνευματώδη ποτά και σερβίρεται ως ορεχτικό. 2. μτφ., μικρό κέρδος: Από τα κέρδη της εταιρείας του αναλογούσε μόνο ένας μεζές. 3. φρ., «Τον πήρανε στο μεζέ», τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μενεξές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), το λουλούδι ίο το εύοσμο, η βιολέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)